κρυπτόν
Greek Monolingual
το
χημ. αμέταλλο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτόν: τό
1) скрытный характер, скрытность (τῆς τῶν Λακεδαιμονίων πολιτείας Thuc.);
2) тж. pl. тайна Eur., NT: ἐν κρυπτῷ NT втайне; τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους NT скрытое во мраке;
3) сокровенное место, тайник NT.