κρυπτόν

Revision as of 14:15, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> тж\. [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Greek Monolingual

το
χημ. αμέταλλο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτόν: τό
1) скрытный характер, скрытность (τῆς τῶν Λακεδαιμονίων πολιτείας Thuc.);
2) тж. pl. тайна Eur., NT: ἐν κρυπτῷ NT втайне; τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους NT скрытое во мраке;
3) сокровенное место, тайник NT.