ἐνσώματος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 853] eingekörpert, körperlich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσώμᾰτος: -ον, ὁ, ὁ ἔχων σῶμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀσώματος, Φίλων 1. 43, 13. ΙΙ. ὁ ἐν σώματι, ὁ ἐν σαρκί, ἐνσώματον παρουσίαν τοῦ σωτῆρος Ἀθαν. κατὰ Ἀρειαν. τ. 2, σ. 360.
Spanish (DGE)
-ον
1 corpóreo op. ἀσώματος Ph.1.43.
2 crist. encarnado, hecho carne de Cristo ἡ ἐ. παρουσία τοῦ Σωτῆρος Ath.Al.M.26.124A, cf. Epiph.Const.Haer.69.64.5, Cyr.Al.Chr.Un.769b, βίος Cyr.Al.Luc.1.312.2, Περὶ ἐνσωμάτου θεοῦ tít. de una obra de Melitón, Eus.HE 4.26.2.
3 corporal, propio del cuerpo οὐσία op. ἔννους y ἔμψυχος Porph.ad Il.113.14, ἁμαρτία Clem.Al.Strom.4.25.158, φύσις Gr.Nyss.Eun.2.207, ζωή Cyr.Al.M.68.1017A.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ
1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος
νεοελλ.
φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.