ἀσώματος
English (LSJ)
ἀσώματον,
A disembodied, incorporeal, Pl.Phd. 85e, al., Arist.Ph.209a16, de An.404b31, al., Epicur.Ep.1p.22U., Stoic.2.117, etc.; σῶμα ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21: Comp. ἀσωματώτερος Id.Ph.215b5. Adv. ἀσωμάτως Iamb.Myst.5.16, Procl. Inst.142, Dam.Pr.376.
II non-metallic, Maria ap.Zos.Alch. p.196B.
III in Law, not specified in the body of a document, PSI 6.709.19.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incorpóreo, inmaterial Ἀνάγκη Orph.Fr.54, τὸ ὄν Meliss.B 9, Numen.7.2, ἁρμονία Pl.Phd.85e, αἱ ἀρχαί Arist.de An.404b31, πῦρ Arist.de An.405a7 (= Democr.A 101), δύναμις Gal.17(2).248, ἡ ψυχὴ ... σῶμα ... ἀσωματώτατον Arist.de An.409b21, ἡ ψυχὴ καθαρθεῖσα ... ἀ. Plot.1.6.6, τὸ κενόν Epicur.Ep.[2] 67, χρόνος Chrysipp.Stoic.2.117, ὕλη Plot.2.4.1, φύσις Plot.2.4.9, ἡ κίνησις Aristid.Quint.108.15, πανήγυρις Philostr.VA 8.18
•de nociones geom. αἱ ἐπιφάνειαι καὶ αἱ γραμμαί Plu.2.63c, μονάς Hero Def.1, τὸ πέρας S.E.M.3.81, αἱ διαστάσεις S.E.M.3.84
•ref. a la divinidad θεὸς ἄλλο τι ἢ ἄνθρωπος ἀσώματος D.C.30.3, esp. en lit. crist. δαιμόνιος Ign.Sm.3.2, πνεῦμα Clem.Al.Fr.39, cf. Eus.DE 4.13.1, Gr.Nyss.Eun.1.166
•subst. τὰ ἀσώματα Arist.Ph.209a16, Didym.Eun.M.29.680B.
2 informe, no organizado en formas corpóreas ἡ δὲ ἀσώματος ἐν μυχοῖς φύσις ἐξέτευξε παντάμορφα σπλάγχνων γένη Hp.Ep.23.
3 alquim. que no es cuerpo sólido τὸ ἀσώματον lo que no es metal, la materia volátil en los minerales, Maria Alch. en Zos.Alch.194, 195, 196.
4 que no tiene cuerpo de una cabeza separada de su tronco νέκυς ἀσώματος AP 9.52 (Carph.).
5 en pap. no mencionado en un documento σωματικοῦ τε καὶ ἀσωμάτου conste o no conste en el contrato, PSI 709.19 (VI d.C.), cf. PMich.659.158 (VI d.C.), 663.8 (VI d.C.), PMasp.299.14 (VII d.C.).
II adv. -ως en abstracto Iambl.Myst.5.16, Procl.Inst.142, Dam.in Prm.376.
German (Pape)
[Seite 382] (σῶμα), unkörperlich, Cic. N. D. 1, 12; Plut. adv. St. 30 u. öfter Anthol., z. B. I, 33. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans corps, incorporel.
Étymologie: ἀ, σῶμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀσώμᾰτος: бестелесный, бесплотный Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώμᾰτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἔχων σῶμα, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κ. ἄλλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 10, περὶ Ψυχ. 1. 2, 20, κ. ἀλλ.· ἀσωματώτατον ὁ αὐτ. 1. 5, 4. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ., κτλ.: ― καὶ ἀσωματοειδής, ές, Κύριλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσώματος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σώμα ή σωματική υπόσταση
2. αυτός που υπάρχει ως πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
(ως ουσ., συνήθως στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι
νεοελλ.
ο ναός των Αρχαγγέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σώματος < σώμα (πρβλ. ηδυσώματος, τρισώματος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀσώμᾰτος: -ον (σῶμα), ασώματος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σῶμα
unembodied, incorporeal, Plat.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον incorpóreo de la divinidad suprema σὲ ἐπικαλοῦμαι, τὸν μέγαν σωματοειδῆ ἀσώματον a ti te invoco, el grande e incorpóreo con aspecto corpóreo SM 57 36 de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε tú, invisible, incorpóreo P IV 1777 SM 65 35 (fr. lac.) de los ángeles ἅγιος ἰσχυρός, ὃν ἐνδοξάζει ὁ χορὸς τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλλων santo poderoso, a quien glorifica el coro de los ángeles incorpóreos O 3 7 O 3 5