κωπηλασία
English (LSJ)
ἡ, A rowing, Arist.Mete. 369b11, Str.9.2.17, PSI4.289.2 (iii A.D.), Sch.Ar.Ra.271.
German (Pape)
[Seite 1546] ἡ, das Rudern, Schol. Ar. Ran. 271 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰσία: ἡ, τὸ κωπηλατεῖν, Στράβ. 406, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 8, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 271.
Russian (Dvoretsky)
κωπηλᾰσία: ἡ гребля Arst.