πιθίσκος
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πίθος, in plural, = Lat. Doliola, prob. l. in Plu. Cam.20.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πῐθίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πίθος, Λατ. doliolus, πιθαν. γραφ. ἐν Πλουτ. Καμίλλ. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
dim. de πίθος.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
πῐθίσκος: ὁ бочонок Plut.