χηνοβωτία

Revision as of 10:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, A = χηνοβοσία, Pl.Plt.264c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, Plat. Polit. 264 c; vgl. auch χηνοβοσία u. Lob. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβωτία: ἡ, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία.

Greek Monolingual

και χηνοβοτία, ἡ, Α
η χηνοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοτία / -βωτία (< -βότης/-βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο-βωτία, ὀρφο-βοτία].

Russian (Dvoretsky)

χηνοβωτία:разведение гусей Plat.