ἀπόπλανος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλᾰνος: -ον, ὁ μακρὰν πλανώμενος, Παῦλ. Σιλεντ. Ἄμβων. 197. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σόφισμα, ταράττειν… τοῖς ἀντιθέτοις, τοῖς πέρασι, τοῖς παρισώμασιν, τοῖς ἀποπλάνοις Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1.
Spanish (DGE)
(ἀπόπλᾰνος) -ου, ὁ 1 ret. digresión τοῖς ἀντιθέτοις ... τοῖς ἀποπλάνοις Cratin.Iun.7.
2 engañador, impostor Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπλᾰνος: ὁ обманчивое умозаключение Diog. L.