περισχισμός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 595] ὁ, Spaltung, Trennung um oder über einen Körper, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περισχισμός: ὁ, ἡ διαίρεσις, διαχωρισμός, Πλούτ. 2. 906Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
séparation, division, partage.
Étymologie: περισχίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α περισχίζω
διαχωρισμός, διαίρεση.
Russian (Dvoretsky)
περισχισμός: ὁ разделение, раздвоение Plut.