разделение
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Russian > Greek
ἀπόλυσις, χωρισμός, διάλλαξις, διορισμός, διάζευξις, ἀντιδιαίρεσις, περισχισμός, δάσμευσις, λύα, κρίσις, διάκρισις, διαζευγμός, διατομή, διάστασις, καταμέρισις, διάλυσις, διαστολή, σχίσις, τομή