ἀλείπτρια

Revision as of 10:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀλείπτης, Lys.Fr.88S.; title of plays by Amphis, Antiph., etc.

German (Pape)

[Seite 92] fem. zu ἀλειπτήρ, Poll. 7, 17; Ath. III, 123 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀλείπτης, Λυσ. παρὰ Πολυδ. 7. 3· ὄνομα δραμάτων τοῦ Ἄμφιδος, Ἀντιφάνους, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 la que da ungüentos, masajista, entrenadora como femenino de ἀλείπτης Lys.Fr.88S.
2 La masajista tít. de una comedia de Dífilo EM α 814, de Antífanes, Ath.123b, de Anfis, Poll.7.17.

Greek Monolingual

ἀλείπτρια, η (Α) (θηλ. του ἀλείπτης)
τίτλος θεατρικών έργων του Άμφιδος, του Αντιφάνους κ.ά.

Russian (Dvoretsky)

ἀλείπτρια:алиптра, умащивательница Lys.