οἰωνισμός

Revision as of 11:07, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ὁ, = οἰώνισμα (divination by the flight, cries of birds, omen from the flight, Salutis augurium, portent, monster), LXX Ge. 44.5, al., Plu. Num. 14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνισμός:прорицание по полету или крику вещих птиц, птицегадание, предсказывание будущего Plut.