οἰώνισμα
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
-ατος, τό, omen from the flight or cries of birds, οἰωνίσματ' οἰωνῶν μαθών E.Ph.839, cf. LXX 1 Ki.15.23, Je.14.14(pl.), Hdn.1.14.2, D.C.37.24; οἰ. τῆς ὑγιείας, = Salutis augurium, Id.51.20; a portent, monster, Gal.2.623.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 présage tiré du vol ou du cri des oiseaux;
2 c. οἰωνός.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
German (Pape)
τό, Vogelzeichen, eine aus dem Fluge oder der Stimme der Vögel entnommene Vorbedeutung oder Weissagung; οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών, Eur. Phoen. 846; oft in späterer Prosa. – Auch = οἰωνός, Chion ep. 17.
Russian (Dvoretsky)
οἰώνισμα: ατος τό прорицание, предсказание (по полету и крику вещих птиц) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
οἰώνισμα: τό, τὸ οἰωνίζεσθαι ἢ προλέγει τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως ἢ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, Λατ. augurium, οἰωνίσματ’ οἰωνῶν μαθὼν Εὐρ. Φοίν. 839, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 1. 14, Δίων Κ. 37. 24.
Greek Monolingual
οἰώνισμα, τὸ (Α) οιωνίζομαι
1. η πρόβλεψη του μέλλοντος με την παρατήρηση του πετάγματος και της κραυγής τών πουλιών, τών οιωνών («οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών», Ευρ.)
2. οιωνός, ιδίως κακός.
Greek Monotonic
οἰώνισμα: -ατος, τό, μαντεία μέσω της ερμηνείας του πετάγματος και των κραυγών των πουλιών, Λατ. augurium, σε Ευρ.
Middle Liddell
οἰώνισμα, ατος, τό, [from οἰωνίζομαι
divination by the flight or cries of birds, Lat. augurium, Eur.