αἰτηματώδης

Revision as of 11:16, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ες, A question-begging, Plu.2.694f.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος αἰτήματι, Πλουτ. 2. 694F.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a le caractère d'un postulat.
Étymologie: αἴτημα, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
que es una petición de principio, que se basa en un círculo vicioso τὸ δὲ σύντηγμα τὴν θερμότητα ποιεῖν ... αἰτηματῶδες εἶναι pero (decía) que (la teoría de que) el calor produjera licuefacción ... era un círculo vicioso Plu.2.694e.

Greek Monolingual

αἰτηματώδης, -ες (Α) αἴτημα
ο όμοιος με αίτημα.

Russian (Dvoretsky)

αἰτημᾰτώδης: филос. принимаемый в виде необходимого предположения, имеющий характер постулата Plut.