αίτημα

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

το (Α αἴτημα)
1. οτιδήποτε ζητεί κανείς προφορικά ή εγγράφως
2. αίτηση, απαίτηση, παράκληση
3. (Φιλοσ.-Λογ.) οτιδήποτε θεωρείται αυταπόδεικτο, δεδομένο, πρόταση θεμελιακή που δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά που η αποδοχή της είναι αναγκαία για την κατανόηση άλλων προτάσεων ή συνεπειών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτῶ.
ΠΑΡ. αιτηματικός
αρχ.
αἰτηματώδης.