λεπύριον

Revision as of 11:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

τό, A small husk, thin peel, etc., Hp.Nat.Puer.22, Arist.HA546b20, Theoc.5.95; egg-shell, Hp.Nat.Puer.13.

German (Pape)

[Seite 32] τό, dim. von λέπυρον, kleine Hülfe, Theocr. 5, 95; Schale, Arist. H. A. 5, 15; von Eierschalen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπύριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ λέπυρον, μικρὸς φλοιός, λεπτὸς φλοιός, «τσῶφλι», κτλ., Ἱππ. 242. 27, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 2, Θεόκρ. 5. 95.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite enveloppe de fruit :
1 petite cosse;
2 petite écale;
3 petite coque (d'œuf).
Étymologie: λέπυρον.

Greek Monolingual

λεπύριον, τὸ (Α) λέπυρον
1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα
2. κέλυφος («ᾠοῦ ὠμοῦ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

λεπύριον: [ῡ], τό, υποκορ. του λέπυρον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λεπύριον: (ῡ) τό тонкая оболочка, скорлупка Arst., Theocr.

Middle Liddell

λεπύ¯ριον, ου, τό, [Dim. of λέπυρον, Theocr.]