φλούδα

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και φλοίδα και φλύδα, η, Ν
1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός
2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.].