προαπαυδάω

Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

A = προαπαγορεύω 1, Hp. Prorrh.1.8(ap.Erot.); μέσφι ἂν -απαυδήσῃ ἀτρ οφίῃ ἡ νοῦσος Aret.CD2.13; εἰ μὴ -απηύδηκε [ἡ δύναμις] Id.CA2.3; π. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Plu 2.783e.

German (Pape)

[Seite 707] = προαπαγορεύω; M. Ant. 6, 29; Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προαπαυδάω: προαπαγορεύω Ι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρ. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Πλούτ. 2. 783Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se fatiguer ou se décourager d'avance.
Étymologie: πρό, ἀπαυδάω.

Russian (Dvoretsky)

προᾰπαυδάω: раньше уставать или ослабевать (προαπαυδᾷ τῆς τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίας ὁ τῶν καλῶν ζῆλος Plut.).