ζῆλος
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
-ου, ὁ, later εος, τό, Ep.Phil.3.6 codd. opt.; Dor. ζᾶλος IG12 (5).891, etc.:—
A jealousy (= φθόνος), Hes.Op.195, S.OT1526: coupled with φθόνος by Democr.191, Lys.2.48, Pl.Phlb.47e, 50c, Lg. 679c(pl.); εἰς ζῆλον ἰέναι Id.R.550e: more usually in good sense, eager rivalry, emulation, Id.Mx.242a, Arist.Rh.1388a30.
2 c. gen. pers., zeal for one, ξυναίμων S.OC943; κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους = in emulation of him, Plu.Thes.25; ζῆλος πρός τινα Luc.Dem.Enc.57: abs., passion, PGrenf.1.1.13 (ii B.C.).
3 c. gen. rei, ζῆλον… γάμων ἔχουσα causing rivalry for my hand, E.Hec.352; ζῆλον ἀζήλων καὶ φόβον ἀφόβων Phld.Oec.p.66J.; ζῆλος τῶν ἀρίστων emulous desire for... opp. φυγὴ τῶν χειρόνων, Luc.Ind.17; ἀνδραγαθίας Plu.Cor.4; so ζ. πρός τι Phld.Rh.2.53S., Plu.Per.2; ζῆλος περὶ τὰ στρατιωτικά Str.14.2.27: pl., ambitions, Phld.Rh.2.54S.
4 fervour, zeal, LXX 4 Ki.19.31, al., 1 Ep.Cor.14.1,al.; indignation, ζῆλος πυρός Ep.Hebr.10.27.
5 personified as son of Styx, brother of Βία, Κράτος, Νίκη, Hes.Th. 384.
II pride, honour, glory, S.Aj.503; ζῆλος καὶ χαρά D.18.217; τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ib.120; ζῆλον καὶ τιμὴν φέρει τῇ πόλει Id.23.64, cf. 18.273, 60.33.
III spirit, τῆς πολιτείας Plb.4.27.8: pl., tastes, interests, τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων, βίων, ζήλων, ἡλικιῶν, Longin.7.4.
2 especially in Lit. Crit., style, τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου Str.14.1.41, cf. Plu.Ant.2.
German (Pape)
[Seite 1138] ὁ (ζέΕω), eigtl. heftige, leidenschaftliche Bewegung (bei Hes. Th. 384 ist Ζῆλος Bruder von Νίκη, Κράτος u. Βία), bes. mit Rücksicht auf ein anderes Ausgezeichnetes, – 1) Bewunderung u. Eifer für Etwas, οὐδείς ποτ' αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι ζῆλος ξυναίμων Soph. O. C. 946; ζῆλος τῶν ἀρίστων neben φυγὴ τῶν χειρόνων, Nacheiferung, Luc. adv. Indoct. 17; so πρός τι, Plut. Pericl. 2; ζῆλον καὶ φιλοτιμίαν ἐμποιεῖν τινι Lyc. 15; καὶ μίμησις Hdn. 2, 4, 3; καὶ ἀγὼν πρός τινα Plut. Artax. 4; ζῆλοι νεωτερικοί, Jugendstudien, Pol. 10, 24, 7. – Der Gegenstand der Bewunderung, Glück, Soph. Ai. 498; vgl. Dem. 18, 273, wo ζῆλος καὶ τιμαί verbunden sind, u. ibd. 120 τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὅπου ἂν ἀναῤῥηθῇ. – 2) mit dem Gefühle des Untergeordnetseins verbunden, Neid, Hes. O. 194; mit φθόνος verbunden, Plat. Phil. 47 e Legg. 679 c; aber Menex. 242 a wird ζῆλος als das Vorangehende, φθόνος als das daraus Folgende dargestellt, u. Ammon. giebt für ζῆλος als charakteristisch die δι' ἐπιθυμία, μίμησις γιγνομένη δοκοῦντός τινος καλοῦ an, vgl. Arist. rhet. 2, 11. - 3) Eifersucht, Eur. Hec. 352; vgl. B. A. 97; ζήλοις τινα βάλλειν Mel. 41 (XII, 70).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. propr. ébullition :
1 ardeur, zèle : τινος ou πρός τινα pour qqn ; τινος, πρός τι pour qch;
2 émulation, rivalité;
3 en mauv. part haine, jalousie;
II. objet d'émulation, sujet de gloire;
III. exubérance de style.
Étymologie: ζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῆλος -ου, ὁ, Dor. ζᾶλος, later ook -εος, contr. -ους, τό afgunst:; ζῆλος δ’ ἀνθρώποισιν... ἅπασι... ὁμαρτήσει afgunst zal alle mensen vergezellen Hes. Op. 195; πρῶτον μὲν ζῆλος, ἀπὸ ζήλου δὲ φθόνος eerst wedijver, en als gevolg daarvan naijver Plat. Menex. 242a; ὅπου... ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις wanneer u afgunstig en verdeeld bent NT 1 Cor. 3.3; rivaliteit, wedijver:. κατὰ ζῆλον τὸν πρὸς Κορινθίους uit rivaliteit jegens de Corinthiërs Luc. 9.57; τὰ τοιαῦτα... πρὸς ἃ μιμητικὸς οὐ γίνεται ζῆλος de soort dingen die niet opwekken tot competitieve imitatie Plut. Per. 2.2. (afgunstige) bewondering (het bewonderen), ijver, enthousiasme, geestdrift, inzet, met gen. voor iem. of iets:; τῶν ἐμῶν... ζῆλος ξυναίμων inzet voor mijn bloedverwanten Soph. OC 943; ζῆλον οὐ σμικρὸν γάμων ἔχουσα met niet weinig enthousiasme voor het huwelijk Eur. Hec. 352; διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων uit afgunstige bewondering voor het verleden en uit jaloezie voor hun successen Lys. 2.48; overdr. van vuur:; πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς ὑπεναντίους de gretigheid van het vuur dat op het punt staat de vijanden te verslinden NT Hebr. 10.27; ook van enthousiaste stijl van spreken:. τῷ καλουμένῳ... Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων de zogeheten Asianische vlotte spreekstijl Plut. Ant. 2.8. (afgunstige) bewondering (het bewonderd worden), aanzien:; ἴδετε τὴν ὁμευνέτιν Αἴαντος... οἵας λατρείας ἀνθ’ ὅσου ζήλου τρέφει aanschouwt de bedgenote van Ajax, wat voor een dienstbaarheid zij in stand houdt, en hoe groot de afgunstige bewondering waarvoor die in de plaats komt Soph. Ai. 503; τῷ... στεφανουμένῳ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος de krans brengt de ontvanger steeds dezelfde mate van bewondering Dem. 18.120; τοῖς δ’ ἄλλοις στρατηγοῖς... προὔθετο ζῆλον de andere commandanten stelde hij afgunstige bewondering in het vooruitzicht Plut. Arist. 14.4; personif. ὁ Ζῆλος Zelos, zoon van Styx en Pallas. Hes. Th. 384.
Russian (Dvoretsky)
ζῆλος: ὁ, NT тж. ζήλος, εος τό
1 рвение, усердие, соревнование (ἐμβαλεῖν ζῆλόν τινι Plut.): ἐπιεικές ἐστιν ὁ ζῆλος καὶ ἐπιεικῶν, τὸ δὲ φθονεῖν φαῦλον καὶ φαύλων Arst. соревнование есть благородное чувство у благородных же, тогда как зависть есть чувство дурное у дурных: ζ. τινος Soph., Plut., NT, πρός τινα и πρός τι Plut., Luc. и ὑπέρ τινος NT ревностное отношение к кому(чему)-л.; κατὰ ζῆλον Ἡραχλέους Plut. соревнуясь с Гераклом, т. е. стремясь идти по стопам Геракла; ζ. τῶν ἀρίστων Luc. подражание лучшим;
2 зависть, соперничество (ζ. καὶ φθόνος Plat.; ζ. καὶ ἐριθεία NT): ζῆλον ἔχειν τινός Eur. возбуждать соперничество из-за чего-л.; ζήλῳ ἐπιβλέπειν τύχαις τινός Soph. с завистью взирать на чье-л. преуспеяние; ἦλθεν ζ., ἀπὸ ζήλου δε φθόνος Plat. явилась зависть, а из зависти (родилась) ненависть; πυρὸς ζ. NT яростный огонь;
3 (любовная), ревность (βαλεῖν τινα ζήλοις Anth.);
4 предмет рвения, цель соревнования, т. е. счастье (ζ. καὶ τιμή, ζ. καὶ χαρά Dem.): οἵας λατρείας ἀνθ᾽ ὅσου ζήλου τρέφει! Soph. на какое рабство обменяла (жена Эанта) такое счастье!;
5 выспренний стиль, цветистость (Ἀσιανὸς ζ. τῶν λόγων Plut.).
English (Strong)
from ζέω; properly, heat, i.e. (figuratively) "zeal" (in a favorable sense, ardor; in an unfavorable one, jealousy, as of a husband (figuratively, of God), or an enemy, malice): emulation, envy(-ing), fervent mind, indignation, jealousy, zeal.
English (Thayer)
ζήλου, ὁ, and (in L T Tr WH; (T Tr WH)) τό ζῆλος (Ignatius ad Trall. 4 [ET]; διά ζῆλος, Clement of Rome, 1 Corinthians 4,8 [ET] ("in Clement of Rome, §§ 3,4, 5,6 the masculine and neuter seem to be interchanged without any law" (Lightfoot). For facts see especially Clement of Rome, edition 2Hilgenfeld (1876), p. 7; cf. Wit. Appendix, p. 158; Winer's Grammar, § 9, N. 2; Buttmann, 23 (20)); (from ζέω (Curtius, § 567; Vanicek, p. 757)); the Sept. for קִנְאָה; excitement of mind, ardor, fervor of spirit;
1. zeal, ardor in embracing, pursuing, defending anything: κατά ζῆλος, as respects zeal (in maintaining religion), zeal in behalf of, for a person or thing, Sophocles O. C. 943); ὑπέρ τίνος, genitive of person, with subject. genitive ζήλῳ Θεοῦ, with a jealousy such as God has, hence, most pure and solicitous for their salvation, the fierceness of indignation, punitive zeal, πυρός (of penal fire, which is personified (see πῦρ, at the end)), an envious and contentious rivalry, jealousy: ἐπλήσθησαν ζήλου, ζῆλοι, now the stirrings or motions of ζῆλος, now its outbursts and manifestations: L T Tr (WH, yet in Galatians, the passage cited WH only in text) have adopted ζῆλος (ζῆλοι τέ καί φθόνοι, Plato, legg. 3, p. 679c.). (On the distinction between ζῆλος (which may be used in a good sense) and φθόνος (used only in a bad sense) cf. Trench, Synonyms, § xxvi.; Cope on Aristotle, rhet. 2,11,
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, το, Α και ζᾱλος, ὁ)
1. ψυχική ζέση, προθυμία για την εκτέλεση έργου ή αφοσίωση σε κάποια αποστολή (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)
2. σφοδρή επιθυμία, έντονος πόθος («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, ζῆλος ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)
μσν.-αρχ.
1. φθόνος, ζηλοτυπία («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)
2. προθυμία για μίμηση κάποιου, θαυμασμός («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», Πλούτ.)
3. δικαιολογημένη αντίθεση και αγανάκτηση («ζῆλος κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. το αντικείμενο τών ευγενικών επιδιώξεων
2. η σταθερή επιδίωξη ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου», Στράβ.)
3. ορμή, σφοδρότητα («πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)
4. φρ. «ζῆλος τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό καθεστώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα ζητρός, ζητέω-ώ, ζημία, δίζημαι, αλλά χωρίς σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.
ΠΑΡ. ζηλεύω αρχ. ζαλέω, ζηλαίος, ζηλέω
ζηλοσύνη, ζηλόω.
ΣΥΝΘ.: (Α' συνθετικό) ζηλότυπος, αρχ. ζηλοδοτήρ, ζηλομανής
μσν.
ζηλοπαθής
νεοελλ.
ζηλόφθονος. (Β' συνθετικό) άζηλος, αντίζηλος, επίζηλος, κακόζηλος, πολύζηλος, χαμαίζηλος
αρχ.
αγάζηλος, ανομόζηλος, αρίζηλος, βαρύζηλος, δύσζηλος, ετερόζηλος, εύζηλος, μεγαλόζηλος, ομόζηλος, παναρίζηλος, φιλόζηλος
νεοελλ.
περίζηλος.
(II)
ο
υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
Greek Monotonic
ζῆλος: -ου, ὁ, έπειτα -εος, τό (πιθ. από το ρήμα ζέω)
I. 1. συναγωνισμός με προθυμία, ενθουσιώδης άμιλλα, ένθερμη προσπάθεια μίμησης με σκοπό να μοιάσει κάποιος σε κάτι που θεωρείται πρότυπο, ευγενές πάθος για επικράτηση, αντίθ. προς το φθόνος (ζηλοτυπία), σε Πλάτ. κ.λπ.· αλλά, επίσης, ζηλοτυπία, σε Ησίοδ.
2. με γεν. προσ., προθυμία για μίμηση κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ.
3. με γεν. πράγμ., συναγωνισμός, άμιλλα που εκδηλώνεται για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ζῆλος πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ.
II. Παθ., το αντικείμενο του συναγωνισμού ή το αντικείμενο του πόθου, ευτυχία, ευδαιμονία, τιμή, δόξα, σε Σοφ., Δημ.
III. λέγεται για το ύφος λόγου, υπερβολή, επιτήδευση, φραστική ακρότητα, σε Πλούτ.· επίσης, αγριότητα, ορμητικότητα, βιαιότητα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ζῆλος: -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος ἅμιλλα, μετὰ ζήλου μίμησις, εὐγενὴς πόθος πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. φθόνος, Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = φθόνος, ζηλοτυπία· συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C· εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) μετὰ γεν. προσώπου, προθυμία πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943· κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25· ζ. πρός τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352· ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς πόθος τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17· ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.· οὕτω, ζ. πρός τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, εὐτυχία, εὐδαιμονία, δόξα, Σοφ. Αἴ. 503· ζῆλος καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23· τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὁ αὐτ. 267. 14· ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ ῥήτωρ, ὃς ἦρξε μάλιστα τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς ἔθος τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648· τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2· - ὡσαύτως, ὁρμητικότης, ἀγριότης, ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: zeal, emulation, jealousy (Hes. Op. 195).
Other forms: Dor. ζᾶλος (late also n.; cf. ὄνειδος, μῖσος a. o.; s. Schwyzer 521, Schwyzer-Debrunner 38)
Compounds: As 1. member in ζηλό-τυπος formed by zeal, jealous with -τυπέω, -τυπία (Att.); often as 2. member, e. g. ἄ-, κακό-ζηλος, Dor. Πολύ-ζαλος PN.
Derivatives: ζηλήμων jealous (ε 118, Call., Opp.; after the adj. in -ήμων, s. Chantraine Form.173; diff. Specht KZ 59, 51) with ζηλημοσύνη (Q. S.); ζηλαῖος id. (AP); ζηλοσύνη = ζῆλος (h. Ap. 100; cf. Porzig Satzinhalte 227); ζήλη f. female rival (X. Eph. 2, 112, Aristaenet. 1, 25 codd.). Denomin. verbs: 1. ζηλόω vie with, emulate (IA since Hes. Op. 23) with ζήλωσις emulation, jealousy (Th.), ζήλωμα emulation, happiness (E., D.), ζηλωτής emulator, admirer, "zealot" (Att., hell.), -ωτικός emulating (Arist.); 2. ζαλέω be sealous for (Delphi Ia); 3. ζηλεύω = ζηλόω (Demokr. 55 v.l., Simp. in Epikt. [VIp]), -ευτής (Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [506] *ieh₂- be excited, revenge
Etymology: Perh. to ζητέω, s. v.), δίζημαι (s. v.); uncertain. Several hypotheses in Bq, and Pok. 501.
Middle Liddell
ζῆλος, ου, [prob. from ζέω]
I. eager rivalry, zealous imitation, emulation, a noble passion, opp. to φθόνος (envy), Plat., etc.:—but also jealousy, Hes.
2. c. gen. pers. zeal for one, Soph., Plut.
3. c. gen. rei, rivalry for a thing, Eur.; ζ. πλούτου Plut., etc.
II. pass. the object of emulation or desire, happiness, bliss, honour, glory, Soph., Dem.
III. of style, extravagance, Plut.:—also, fierceness, NTest.
Frisk Etymology German
ζῆλος: {zē̃los}
Forms: dor. ζᾶλος (spät auch n.; vgl. ὄνειδος, μῖσος u. a.; dazu Schwyzer 521, Schwyzer-Debrunner 38)
Grammar: m.
Meaning: Eifer, Nacheiferung, Eifersucht, Neid, Begeisterung (seit Hes. Op. 195).
Composita: Als Vorderglied namentlich in ζηλότυπος vom Eifer geprägt, eifersüchtig mit -τυπέω, -τυπία (att.); oft als Vorderglied, z. B. ἄ-, κακόζηλος, dor. Πολύζαλος PN.
Derivative: Ableitungen: ζηλήμων eifersüchtig, neidisch (ε 118, Kall., Opp. u. a.; nach den Adj. auf -ήμων, vgl. Chantraine Formation 173; anders Specht KZ 59, 51) mit ζηλημοσύνη (Q. S.); ζηλαῖος ib. (AP); ζηλοσύνη = ζῆλος (h. Ap. 100; vgl. Porzig Satzinhalte 227); ζήλη f. Nebenbuhlerin (X. Eph. 2, 112, Aristaenet. 1, 25 codd.). Denominative Verba: 1. ζηλόω nacheifern, beneiden, bewundern, glücklich preisen (ion. att. seit Hes. Op. 23) mit ζήλωσις Nachahmung, Neid (Th. usw.), ζήλωμα Nacheiferung, nachgeeiferte Lage, Glück (E., D. usw.), ζηλωτής Nacheiferer, Bewunderer, "Zelot" (att., hell. u. spät), -ωτικός nacheifernd (Arist. u. a.); 2. ζαλέω ‘für etwas eifern’ (Delphi Ia); 3. ζηλεύω = ζηλόω (Demokr. 55 v.l., Simp. in Epikt. [VIp]), -ευτής (Eust.).
Etymology: Wahrscheinlich zu ζητέω (und ζημία?, s. d.), δίζημαι (s. d.); weitere Beziehungen gänzlich unsicher. Allerlei Hypothesen bei Bq, WP. 1, 775 und Pok. 501.
Page 1,612-613
Chinese
原文音譯:zÁloj 色羅士
詞類次數:名詞(17)
原文字根:沸(著) 相當於: (קִנְאָה)
字義溯源:熱力,熱心,熱誠,嫉妒,忌恨,憤恨,焦急,競爭,烈;源自(ζέω)*=熱)
出現次數:總共(16);約(1);徒(2);羅(2);林前(1);林後(5);加(1);腓(1);來(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 熱心(5) 羅10:2; 林後7:7; 林後7:11; 林後9:2; 腓3:6;
2) 嫉妒(5) 徒13:45; 羅13:13; 林後12:20; 雅3:14; 雅3:16;
3) 忌恨(3) 徒5:17; 林後11:2; 加5:20;
4) 烈(1) 來10:27;
5) 有嫉妒(1) 林前3:3;
6) 焦急(1) 約2:17
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=δυνατή ἐπιθυμία, πάθος). Ἴσως ἀπό τό ζέω (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ζῆλος: ζηλῶ, ζήλωμα (=ἀνταγωνισμός), ζήλωσις, ζηλωτής (=θαυμαστής), ζηλωτός (=ἀξιοζήλευτος), ἀζήλωτος, ζηλωτέος, ζηλήμων, ζηλότυπος (=ζηλιάρης), ζηλοτυπέω (=ζηλεύω), ζηλοτυπία (=ζήλια), ζηλοτύπως, χαμαίζηλος (=ταπεινός).
Translations
envy
Albanian: zili; Arabic: حَسَد; Egyptian Arabic: حسد; South Levantine Arabic: حسد, غيرة; Armenian: նախանձ; Asturian: enveya; Azerbaijani: həsəd, paxıllıq; Belarusian: зайздрасць, завісць; Bulgarian: завист; Catalan: enveja; Cherokee: ᎠᏓᏛᏳᏤᎯ; Chinese Mandarin: 妒嫉, 羡慕; Czech: závist; Danish: misundelse; Dutch: afgunst, nijd; Estonian: kadedus; Faroese: øvundsjúka, øvund; Finnish: kateus; French: envie, jalousie, convoitise; Galician: envexa; Georgian: შური; German: Neid; Greek: φθόνος; Ancient Greek: ἄγη, βασκανία, ζᾶλος, ζῆλος, ζηλοτυπία, ζήλωσις, μέγαρσις, τὸ ἐπίφθονον, τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφοψία, φθόνος; Hausa: hassadā̀; Hebrew: קנאה; Hindi: ईर्ष्या; Hungarian: irigység; Indonesian: dengki, cemburu, iri; Irish: formad; Old Irish: format; Italian: invidia; Japanese: 嫉妬, ねたみ; Javanese: iri; Kapampangan: rirya; Korean: 부러움, 질투; Latin: invidia; Latvian: skaudība; Lithuanian: pavỹdas; Macedonian: завист; Maori: tarahae, harawene, pūhaehae, wenerau, pūngaengae; Middle English: envie; Navajo: oochʼį́į́d; Norwegian Bokmål: misunnelse; Nynorsk: misunning, avund; Occitan: enveja; Old Church Slavonic Cyrillic: зависть; Old English: æfest; Old Norse: ǫfund; Oromo: hinaaffii; Persian: حسادت, رشک, حسد; Plautdietsch: Aufgonst; Polish: zazdrość, zawiść; Portuguese: inveja, ciumes; Romanian: invidie; Russian: зависть; Sanskrit: ईर्षा; Scottish Gaelic: farmad, eud; Serbo-Croatian Cyrillic: завист, љубомора, јал; Roman: závist, ljubòmora, jal; Silesian: zŏwiść; Slovak: závisť; Slovene: zavist; Spanish: envidia, pelusa; Swahili: wivu; Swedish: avund; Tagalog: inggit; Tajik: ҳасад, рашк; Telugu: ఈర్ష్య, ఈసు, అసూయ; Thai: ความริษยา, ความอิจฉา; Turkish: kıskançlık, haset; Ukrainian: заздрість, зависть; Uzbek: hasad, rashk; Welsh: eiddigedd; Zazaki: peğiley, haset c
jealousy
Albanian: xhelozi; Arabic South Levantine Arabic: غيرة; Armenian: նախանձ; Belarusian: зайздрасць, завісць; Bulgarian: завист; Catalan: gels; Czech: závist; Danish: misundelighed; Dutch: nijd, afgunst; Finnish: kateus; French: jalousie; Georgian: შურიანობა, შური; German: Mißgunst; Greek: ζήλια; Ancient Greek: ἄγη, βασκανία, ζᾶλος, ζῆλος, ζηλοτυπία, ζήλωσις, μέγαρσις, τὸ ἐπίφθονον, τὸ ὕποπτον, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφοψία, φθόνος; Latin: invidia, zelus; Macedonian: завист; Magahi: 𑂙𑂰𑂯; Malayalam: അസൂയ; Ngazidja Comorian: wivivu; Old English: andung; Polish: zawiść, zazdrość; Russian: зависть; Scottish Gaelic: eud; Serbo-Croatian Cyrillic: завист; Roman: závist; Slovak: závisť; Slovene: zavist; Swedish: avund, avundsjuka; Ukrainian: заздрощі, заздрість, зависть
glory
Albanian: zulë, zulmë; Arabic: مَجْد, شَرَف; Armenian: փառք; Azerbaijani: şərəf, şan, izzət, şöhrət; Bashkir: дан; Belarusian: слава, хвала; Bulgarian: слава; Burmese: ကျက်သရေ; Catalan: glòria; Chinese Mandarin: 榮光/荣光; Czech: sláva; Danish: ære; Dutch: glorie, eer, roem; Estonian: kuulsus; Finnish: kunnia, kunnioitus, maineikkuus; French: gloire; Middle French: gloyre; Old French: gloire, glorie; Galician: groria, brasón, loureis; Georgian: დიდება; German: Ruhm, Glorie, Ehre; Greek: δόξα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀξίωμα, ἀριπρέπεια, δόξα, ἐνδοξότης, ἐπιδοξότης, εὐδοξία, εὐημερία, εὐκλεία, εὔκλεια, εὐκλεΐη, ἐυκλείη, ζᾶλος, ζῆλος, κλέος, κλέϝος, κληδών, κῦδος, μηνίσκος, ὄνομα, τιμή, ὕψωμα, χάρις; Hebrew: כָּבוֹד; Hindi: प्रतिष्ठा, इज़्ज़त; Hungarian: dicsőség; Italian: gloria; Japanese: 名声, 名誉, 誉れ, 栄光; Kashubian: słôwa; Kazakh: даңқ, атақ; Khmer: កិត្តិគុណ, កិរ្តិ៍, កិត្តិ; Korean: 명예(名譽), 영광(榮光), 명성(名聲); Kyrgyz: даңк, атак; Lao: ກຽດ, ຍົດ, ກິດຕິ; Latin: gloria; Latvian: slava; Lithuanian: šlovė; Macedonian: слава; Middle English: glorie; Mongolian Cyrillic: алдар; Mongolian: ᠠᠯᠳᠠᠷ; Norwegian Bokmål: glorie, ære; Old Church Slavonic Cyrillic: слава; Glagolitic: ⱄⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: слава; Old English: tir, ār; Persian: شهرت, افتخار, عزت, شرف; Polish: chwała, gloria, sława, splendor; Portuguese: glória; Romanian: glorie, slavă; Russian: слава, честь, хвала; Sanskrit: श्रवस्, यशस्; Scottish Gaelic: glòir, cliù; Serbo-Croatian Cyrillic: сла̏ва; Roman: slȁva; Slovak: sláva; Slovene: slava; Sorbian Lower Sorbian: sława; Upper Sorbian: sława; Swedish: ära; Tahitian: hinuhinu; Tajik: шӯҳрат, шараф, ифтихор, иззат; Tatar: дан; Thai: เกียรติ, กิตติ; Turkish: şeref, şan, şöhret; Ukrainian: слава, честь, хвала; Uzbek: shon, sharaf, shuhrat, izzat, iftixor; Vietnamese: vinh quang; West Frisian: eare