νάννας

Revision as of 12:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ὁ, or νάννα, ἡ, A maternal or paternal uncle or aunt, Hsch.; cf. νέννος. νάννη, ἡ, maternal aunt, Id.

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, = νέννος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάννας: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. νέννος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
tonton (mot d'enfant).
Étymologie: DELG v. νέννος.

Greek Monolingual

νάννας, ὁ, θηλ. νάννα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θείος ή θεία από τον πατέρα ή από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. νέννος.

Frisk Etymological English

-αν See also: s. νέννος.

Frisk Etymology German

νάννας: -α
{nánnas}
See also: s. νέννος.
Page 2,287