παραδιακονέω
English (LSJ)
live with and serve, τινι Ar.Av.838.
German (Pape)
[Seite 476] neben Einem sein und ihn bedienen, τινί, Ar. Av. 838.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιᾱκονέω: μένω παρά τινι καὶ ὑπηρετῶ, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 838· πρβλ. παραδράω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être auprès de qqn pour le servir, τινι.
Étymologie: παρά, διακονέω.
Greek Monotonic
παραδιᾱκονέω: μέλ. -ήσω, μένω μαζί και υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παραδιᾱκονέω: прислуживать, быть помощником (τινι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-διακονέω behulpzaam zijn, met dat.