πάταχνον

Revision as of 14:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τό, = πατάνη, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 534] τό, ein flaches, breites Trinkgeschirr, verwandt mit πατάνη, s. πέταχνον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάταχνον: τό, = πατάνη, «πάταχνον σκεῦος λοπαδίῳ ἐμφερὲς» Ἡσύχ.· «πάταχνα: ποτήρια φιαλοειδῆ ἐκπέταλα» Φώτ.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πατάνη.