παλιγκρισία
English (LSJ)
ἡ, revision of a judgement (κρίσις II.1), Jul.Laod.in Cat.Cod. Astr.5(1).191 (prob.).
Greek Monolingual
παλιγκρισία, ἡ (Α)
αναθεώρηση δικαστικής απόφασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κρίσις + κατάλ. -ία].
ἡ, revision of a judgement (κρίσις II.1), Jul.Laod.in Cat.Cod. Astr.5(1).191 (prob.).
παλιγκρισία, ἡ (Α)
αναθεώρηση δικαστικής απόφασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κρίσις + κατάλ. -ία].