παναμείλιχος

Revision as of 14:27, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.

German (Pape)

[Seite 456] = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰμείλῐχος: -ον, ὅλως ἀνελεήμων, ἦτορ Ὀππ. Κυν. 2. 203.

Greek Monolingual

παναμείλιχος, -ον (Α)
τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμείλιχος «αμείλικτος»].