παρθενοκόμος

Revision as of 14:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, taking care of maidens, An.Ox.2.398:—also παρθενο-κομία, ἡ, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν παρθένων, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 398, 17.

Greek Monolingual

-ον Α
αυτός που φροντίζει ή ανατρέφει παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].