περίκλεισμα

Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, enclosed place, Sch.Lyc.615.

German (Pape)

[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικλείω
τόπος κλεισμένος ολόγυρα, περιτείχισμα, περίφραγμα.