πενταφυής

Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, of five-fold nature: five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].

Greek Monotonic

πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πεντᾰφυής: пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.).

Middle Liddell

πεντᾰφυής, ές [φυή]
of five-fold nature, five, Anth.