περίνοος

Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, contr. περίνους, ουν, (νοέω) very intelligent: Sup. περινούστατος S.E.M.7.326.

German (Pape)

[Seite 583] zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, (νοέω) σφόδρα συνετός. Υπερθ. περινούστατος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 326· ἲδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. περίνους.

Russian (Dvoretsky)

περίνοος: стяж. περίνους 2 (superl. περινούστατος) весьма осмотрительный, умный Sext.