πεπτηώς
English (LSJ)
v. πτήσσω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πεπτηώς: ἴδε πτήσσω.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
see πτήσσω.
Greek Monotonic
πεπτηώς: Επικ. αντί -ηκώς, μτχ. παρακ. από κοινού σε πτήσσω και πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπτηώς -υῖα ptc. perf. van πτήσσω.