περίκυρτος

Revision as of 14:54, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, convex, S.E.M.7.307, Gal.18(1).787; τὸ π. [τῆς γαστρός] Ruf. Anat.40.

German (Pape)

[Seite 581] ringsherumgebogen, konvex, Sezt. Emp. adv. log. 1, 307 Ggstz von κοῖλος.

Greek (Liddell-Scott)

περίκυρτος: -ον, κυρτὸς ὁλόγυρα, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 307, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, Α κυρτός
αυτός που είναι κυρτός από όλες τις πλευρές, ο εντελώς κυρτός.

Russian (Dvoretsky)

περίκυρτος: (отовсюду) выгнутый, выпуклый (τὸ ποτήριον Sext.).