περιαγνίζω

Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

purify all round, τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72, cf. Plu.2.974c; δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7, etc.

German (Pape)

[Seite 567] ringsum abwaschen oder reinigen; ὕδατι, D. Hal. 7, 72; Plut. de sol. anim. 20; δᾳδί, Luc. Necyom. 7.

Greek (Liddell-Scott)

περιαγνίζω: ἐξαγνίζω ὁλόγυρα, τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι Διον. Ἁλ. 7. 92, πρβλ. Πλούτ. 2. 974C· περιήγνισε δᾳδίοις καὶ σκίλλῃ Λουκ. Νεκυομ. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

purifier tout autour.
Étymologie: περί, ἁγνίζω.

Greek Monolingual

Α
καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀγνίζω «καθαρίζω»].

Greek Monotonic

περιαγνίζω: μέλ. -σω, εξαγνίζω τα πάντα ολόγυρα μου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιαγνίζω: очищать кругом, обмывать Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-αγνίζω een reinigingsritueel uitvoeren, rondom reinigen.

Middle Liddell

fut. σω
to purify all round, Luc.