περιτροχάζω

Revision as of 15:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].