περιμάρμαρος

Revision as of 15:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.