ἔμμετρος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμετρος Medium diacritics: ἔμμετρος Low diacritics: έμμετρος Capitals: ΕΜΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: émmetros Transliteration B: emmetros Transliteration C: emmetros Beta Code: e)/mmetros

English (LSJ)

ἔμμετρον,
A in measure, proportioned, opp. ἄμετρος, Id.R.486d, Lg.716c, al.; τὸ ἔμμετρον = due measure, proportion, Id.Phlb.26a, cf. 52d; πολιτεῖαι ἔ. well-balanced, title of work by Critias, Phlp.in de An.89.12. Adv. ἐμμέτρως, πρός τι proportionably to... Pl.Plt. 282e.
2 fitting, suitable, ἔπαινος Id.Lg.823d; θεοῖσι ἀναθήματα χρεὼν ἔμμετρα τὸν μέτριον ἄνδρα.. δωρεῖσθαι ib.955e. Adv. ἐμμέτρως Id.Cra.395c, M.Ant.1.16: Sup. ἐμμετρώτατα Pl.R. 474d; also ἐμμετρότατα Lg.674c, prob. in Aristaenet.1.18.
3 of persons, ἐμμετρότατος (v.l. ἐμμετρώτατος) reasonable, moderate, Pl.Lg.926a; ἐμμετρότερος (v.l. ἐμμετρώτερος) Id.Ti.90e; ἔ. οἰνοχόος Aristaenet.1.3.
II measuring, containing, δέπας ἔ. ὡς τριλάγυνον Stesich.7.
III in metre, metrical, Pl.Smp. 197c, Phdr.252b, Arist.Rh.1408b21; ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα Id.Po.1451b1, cf. 1450b14; φθόγγος ἔμμετρος Phld.D.3.13; ἔμμετροι ποιηταί poets who use regular metres, i.e. epic and tragic, opp. οἱ τῶν ᾀδομένων, D.60.9. Adv. ἐμμέτρως, χρησμῳδεῖν Plu.2.623c.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que tiene una medida o capacidad de, δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον Stesich.4
medido exactamente πευκίνων τετραγόνων πήχεις ἐμμέτρους τετρακισμυρίους (proporcionó para barcos) cuarenta mil codos escuadrados medidos de vigas de pino Plb.5.89.1.
2 mesurado, moderado, comedido de pers. τί ... δρῶν πρὸς τὰ τοιαῦτα ἐμμετρότατος ἂν εἴη; Pl.Lg.926a, cf. Ti.90e, ἔμμετρος οἰνοχόος = un copero mesurado, al hacer la mezcla, Aristaenet.1.3.67, de abstr. διάνοια Pl.R.486d, ἔπαινος Pl.Lg.823d, cf. 52d, op. ἄμετρον Pl.Lg.716c, junto a ὀλίγος X.Ep.2.4, Pl.Lg.674c
subst. τὸ ἔμμετρον = mesura τὸ δὲ ἔμμετρον καὶ ἅμα σύμμετρον ἀπηργάσατο Pl.Phlb.26a.
3 proporcionado, que tiene la medida justa de cosas ἀναθήματα ἔμμετρα Pl.Lg.955e, sup. neutr. como adv. ἐμμετρώτατα ἔχειν Pl.R.474d, Aristaenet.1.18.22
Πολιτεῖαι ἔμμετροι tít. de una obra de Critias, Phlp.in de An.89.12.
II ret., gram.
1 métrico, en verso ἐπέρχεται δέ μοί τι καὶ ἔμμετρον εἰπεῖν Pl.Smp.197c, (ἔπος) οὐ σφόδρα τι ἔμμετρον Pl.Phdr.252b, cf. Arist.Rh.1408b21, Aristid.Quint.2.10, D.H.Comp.3.1
subst. τὸ ἔμμετρον = texto en verso op. τὸ ἄμετρον Arist.Po.1451b1, cf. 1450b14, Syrian.in Hermog.1.29.16.
2 propio de la poesía épica, épico ἔ. λέξις épica op. ἐμμελής λέξις ‘lírica’, D.H.Comp.25.9, cf. 11.
III adv. ἐμμέτρως
1 de forma adecuada, a medida ἐμμέτρως τὴν μαλακότητα ἴσχει Pl.Plt.282e, τῷ Πέλοπι τὸ ὄνομα ἐ. κεῖσθαι Pl.Cra.395c.
2 con moderación, con mesura τὸ τοῦ ... σώματος ἐπιμελητικὸν ἐ. M.Ant.1.16.5, ζῆσαι PFlor.295.4 (VI d.C.)
delicada, suavemente (ἡ δὲ κόμη) τῶν μὲν οὖν ὀφρύων ἐ. ἀνέσταλται su cabello va recogido con delicadeza a la altura de las cejas Aristaenet.2.4.17.
3 gram. en metro, en verso χρησμῳδεῖν ἐ. cantar oráculos en verso Plu.2.623c, ἐ. λέγεσθαι D.Chr.11.42, cf. Theodos.Gr.Sp.59.24.

German (Pape)

[Seite 808] im Maaß, metrisch, poetisch; ἔμμετρόν τι εἰπεῖν Plat. Conv. 197 c; bei Isocr. 2, 7 ist dafür von Bekker μετὰ μέτρου hergestellt; τὸ σχῆμα τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄῤῥυθμον Arist. Rhet. 3, 8; Sp., wie Ath. I, 4 d; ἔμμετροι ποιηταί Dem. 60, 9, epische u. tragische, an ein bestimmtes Versmaaß gebundene Dichter; – nach einem Maaß abgemessen, ebenmäßig, von richtigem Maaße, ἡδοναί, διάνοια, Plat. ἔμμ. ἔπαινος Legg. VII, 823 d; πευκίνων τετραγώνων πήχεις ἐμμέτρους τετρακισμυρίους Pol. 5, 89, 1. – Adv. ἐμμέτρως, in Versen, Plut.; angemessen, δοκεῖ τῷ Πελοπι τὸ ὄνομα ἐμμέτρως κεῖσθαι Plat. Crat. 395 c; abgemessen, mäßig, id. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien mesuré, proportionné;
2 assujetti à la mesure d'un vers, métrique, poétique.
Étymologie: ἐν, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμετρος:
1 отмеренный: πευκίνων τετραγώνων πήχεις ἔμμετροι τετρακισμύριοι Polyb. сорок тысяч пехиев четырехугольных сосновых брусьев;
2 мерный, размеренный, т. е. стихотворный (τὸ σχῆμα τῆς λέξεως Arst.): ἔμμετρα ἢ ἄμετρα λέγειν Arst. говорить стихами или прозой;
3 умеренный, сдержанный (ἐν ἡδοναῖς Plat.);
4 пишущий стихотворными размерами (ποιηταί Dem.);
5 надлежащий, подходящий, своевременный (ἔπαινος καὶ ψόγος τινός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμετρος: -ον, ὁ ἐν μέτρῳ, ἀνάλογος, ἀντίθ. τῷ ἄμετρος, Πλάτ. Πολ. 486D, Νόμ. 716C, κ. ἀλλ.· τὸ ἔμμ-, τὸ προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, ὁ αὐτ. Φίληβ. 26Α, πρβλ. 52D. - Ἐπίρρ. ἐμμέτρως, πρός τι, κατ’ ἀναλογίαν πρός..., ὁ αὐτ. Πολιτικ. 282Ε. 2) ἁρμόζων, κατάλληλος, ὁ αὐτ. Νόμ. 823D. - Ἐπίρρ. -τρως ὁ αὐτ. Κρατ. 395C. 3) μέτριος, θεοῖσι δὲ ἀναθήματα χρεὼν ἔμμετρα τὸν μέτριον ἄνδρα... δωρεῖσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 955Ε· ἐν ἡδοναῖς ἐμμ. αὐτόθι 823· - ὑπερθ. ἐπίρρ. ἐμμετρότατα ὁ αὐτ. Πολ. 474D, Νόμ 674C. 4) ἐπὶ προσώπων, ἐμμετρότερος (διαφ. γρ. -ώτερος, κακῶς) «σωστότερος», λογικώτερος, αὐτόθι 926Ε, Τίμ. 90Ε. ΙΙ. μετρῶν, περιέχων, δέπας ἔμμ. ὡς τριλάγυνον Στησίχ. 7. ΙΙΙ. ὁ ἐν ποιητ. μέτρῳ ἐκφερόμενος λόγος, ἐπέρχεται δέ μοί τι καὶ ἔμμετρον εἰπεῖν Πλάτ. Συμπ. 197C, Φαῖδρ. 252Β, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1· ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα ὁ αὐτ. Ποιητ. 9. 2, πρβλ. 6, 26· ἔμμ. ποιηταί, οἱ μεταχειριζόμενοι τὰ συνήθη ὁμαλὰ μέτρα, δηλ. τὰ ἐπικὰ καὶ τραγικά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς λυρικούς, Δημ. 1391. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμετρος, -ον)
αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών χρυσομηλιδών
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» — αυτοί που χρησιμοποιούν συνήθη μέτρα
αρχ.
1. αυτός που γίνεται με μέτρο, χωρίς υπερβολή
2. κατάλληλος
3. (για πρόσ.) μετριοπαθής, μετρημένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμμετρον
η σωστή αναλογία.

Greek Monotonic

ἔμμετρος: -ον (ἐν, μέτρον),
I. αυτός που βρίσκεται εντός μέτρου, σύμμετρος, ανάλογος, κατάλληλος, μετριοπαθής, σε Πλάτ.
II. μετρικός, στιχηρός, στον ίδ.

Middle Liddell

ἔμ-μετρος, ον [ἐν, μέτρον
I. in measure, proportioned, suitable, moderate, Plat.
II. in metre, metrical, Plat.

English (Woodhouse)

in verse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)