πηρόδετος

Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).

Greek (Liddell-Scott)

πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήραπηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό-δετος, παγό-δετος].

Greek Monotonic

πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).

Middle Liddell

πηρό-δετος, ον,
binding a wallet, Anth.