περιπλίξ

Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

embracing with the legs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] adv., mit ausgespreizten Füßen, divaricatis pedibus.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίξ: «περιειληφὼς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ- του περιπλίσσομαι + επιρρμ. κατάλ. -ς (πρβλ. αμφιπλίξ)].