πλειστοβόλος

Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον (parox.), throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλειστοβόλος: выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).

Middle Liddell

πλειστο-βόλος, ον,
throwing the most, of dicers, Anth.