πνευματοφόρος

Revision as of 15:24, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -φόρος].