πολεμογράφος

Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -γράφος].