πολεμογράφος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμογρᾰ́φος Medium diacritics: πολεμογράφος Low diacritics: πολεμογράφος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: polemográphos Transliteration B: polemographos Transliteration C: polemografos Beta Code: polemogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -γράφος].