πολιοπλόκαμος

Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, greyhaired, Q.S.14.14.

German (Pape)

[Seite 655] mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πολιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς κόμης πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολιούς πλοκάμους, γκρίζες πλεξίδες στο κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πλόκαμος (πρβλ. μελανο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος)].