πολτάριος

Revision as of 15:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, = Lat. pultarius, Gal.13.280, Gloss.:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].