πολυστελέχης

Revision as of 15:37, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ες, with many stems, Thphr.HP1.3.1.

Greek Monolingual

-έλεχες, και πολυστέλεχος, -ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλά στελέχη, πού αποτελείται από πολλά στελέχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο-στελέχης. Ο τ. πολυστέλεχος έχει σχηματιστεί, κατ' εξαίρεση, κατά τα επίθ. σε -ος].