εξαίρεση

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξαίρεσις) εξαίρω
χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου
νεοελλ.
1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση»)
2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει εξαιρέσεις»)
3. απαλλαγή ενός προσώπου από τα καθήκοντά του λόγω ειδικών συνθηκών («εξαίρεση δικαστή, μάρτυρα»)
4. γραμμ. εκτροπή γλωσσικού στοιχείου από γενικό κανόνα ή νόμο
αρχ.-μσν.
(ρητ.) η αντίκρουση τών ισχυρισμών και επιχειρημάτων του αντιδίκου
αρχ.
1. αφαίρεση εντοσθίων
2. τα εντόσθια
3. εξαγωγή δοντιού
4. φόνος, σφαγή
5. τρόπος εξαγωγής
6. απομάκρυνση, κάθαρσηεξαίρεση τών παθών»)
7. εκλογή
8. υπεροχή
9. χώρος για εκφόρτωση εμπορευμάτων
10. φρ. «δίκη εξαιρέσεως» — δίκη για ελεύθερο, τον οποίο διεκδικούσε κάποιος ως δούλο προσάγοντας στοιχεία για δικαίωμα κυριότητας.