πολυκλήεις

Revision as of 15:38, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εσσα, εν, celebrated, APl.4.331 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 664] = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 (Plan. 331).

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλήεις: εσσα, εν, = πολυκλήϊστος, Ἀνθ. Πλαν. 331.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλέος.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πολυκλεής.

Greek Monotonic

πολυκλήεις: -εσσα, -εν (κλέος), περίφημος, διάσημος, επιφανής, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-κλήεις, εσσα, εν κλέος
far-famed, Anth.