επιφανής Search Google

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιφανής) επιφαίνω
1. (για προσ.) διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος, ένδοξοςτίνα οἶκον αἰνέων ὀνυμάξομαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι», Πίνδ.)
μσν.
(το υπερθ.) ἐπιφανέστατος (nobilissimus)
τιμητικός τίτλος τών μελών της βασιλικής οικογένειας, αλλιώς νοβελίσιμος
αρχ.
1. (για θεούς) ορατός σε όλους, φανερός, καταφανής («ἐπιφανεῖς πανταχοῦ ὄντες εὐεύρετοι ἄν εἶεν», Ξεν.)
2. αυτός που παρευρίσκεται για βοήθεια («τοὺς εἰσηγησαμένους ὡς ἐπιφανεστάτους θεοὺς τετιμηκέναι», Διόδ.)
3. (για τόπους και πράγμ.) καταφανής, περιφανής («ἐν τῇ πόλει, ἐπιφανεῖ οὔσῃ ἔξωθεν», Θουκ.)
4. κατάδηλος, φανερός («ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων», Θουκ.)
5. (για πράγμ.) άξιος προσοχής, αξιοσημείωτος («οὗτοι μἐν σφεῶν οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσί», Ηρόδ.)
6. τίτλος βασιλέων της Ανατολής, όπως π.χ. του Αντιόχου.
επίρρ...
επιφανώςἐπιφανῶς)
κατά τρόπο επιφανή, περιφανώς, λαμπρώς, με διακρίσεις
αρχ.
φανερά, σαφώς, αναφανδόν.