πολύνοος

Revision as of 15:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, contr. πολύνους, ουν, thoughtful, opp. πολύλαλος, Plot.6.2.21, cf. Porph.Plot.14; profound, τὸ π. τῆς Πυθαγορικῆς βαθύτητος Hierocl.in CA26p.480M., cf. Iamb. in Nic.p.5 P. Adv. πολύνως Poll.2.230.

German (Pape)

[Seite 667] zsgzgn πολύνους, viel nachdenkend, Sp., wie Eust. – Adv. πολύνως, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολύνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων πολὺν νοῦν, συνετός, Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. 418C, κτλ. Ἐπίρρ. πολύνως, Πολυδ. Β΄, 230.