ποτηροθήκη

Revision as of 15:43, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, table for setting out cups, sideboard, buffet, Gloss.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποτηροθήκη: ἡ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τοποθετοῦνται ποτήρια, κυλικεῖον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούνται ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρ «ποτήρι» + θήκη.