προκατασπείρω

Revision as of 16:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand, ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.

Greek Monolingual

Α
1. σπέρνω εκ τών προτέρων
2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].