προορατικός

Revision as of 16:07, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.

German (Pape)

[Seite 737] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, προβλεπτικός, Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. μέρος τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προορατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προορῶ
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν
η ικανότητα πρόβλεψης
αρχ.
φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» — η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.
επίρρ...
προορατικῶς Μ
με προορατικότητα.

Russian (Dvoretsky)

προορᾱτικός: способный предвидеть, прозорливый (ἄνθρωπος Arst.).