προσαγώγιον
English (LSJ)
v. προσαγωγεῖον.
German (Pape)
[Seite 747] τό, ein Werkzeug der Zimmerleute, krummes Holz grade zu machen, Klammer, Schraube, Plat. Phil. 56 c; vgl. VLL. (προαγώγιον f. L.)
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγώγιον: τό, «τὸ τῶν τεκτόνων ὄργανον, ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα» (Σουΐδ., Φώτ.), Πλάτ. Φίληβ. 56C, ἔνθα ἴδε Σχόλ.˙ περὶ τῆς γραφῆς προσαγωγ(ε)ῖον ἴδε Herwerden ἐν λ.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰγώγιον: τό тиски, захват (инструмент для выпрямления искривившегося дерева) Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαγώγιον -ου, τό [προσάγω] houtklem:. χρῆται... τινι προσαγωγίῳ κεκομψευμένῳ men gebruikt een ingenieuze houtklem Plat. Phlb. 56c ( v.l. προσαγωγεῖον ).